-
1 αστείο(ν)
το шутка; острота;άσχημο (ανόητο) αστείο(ν) — злая (глупая) шутка;
χρησιμοποιώ στην ομιλία μου πολλά αστεία — пересыпать речь шутками;
λέγω αστεία — отпускать шутки, шутить;
δεν καταλαβαίνω από αστεία — не понимать шуток;
δεν έχω όρεξη γι' αστεία — мне не до шуток;
στ' αστεία — в шутку, шутки ради;
τό γυρίζω στ' αστείο(ν) — превращать что-л, в шутку;
§ αυτά τ' αστεία να λείπουν — или άφησε τ' αστεία — шутки в сторону;
χωρίς αστεία — кроме шуток;
τ' αστεία- αστεία αλλά... — шутки шутками но...;
δεν σηκώνει αστεία — с ним шутки плохи
-
2 αστείο(ν)
το шутка; острота;άσχημο (ανόητο) αστείο(ν) — злая (глупая) шутка;
χρησιμοποιώ στην ομιλία μου πολλά αστεία — пересыпать речь шутками;
λέγω αστεία — отпускать шутки, шутить;
δεν καταλαβαίνω από αστεία — не понимать шуток;
δεν έχω όρεξη γι' αστεία — мне не до шуток;
στ' αστεία — в шутку, шутки ради;
τό γυρίζω στ' αστείο(ν) — превращать что-л, в шутку;
§ αυτά τ' αστεία να λείπουν — или άφησε τ' αστεία — шутки в сторону;
χωρίς αστεία — кроме шуток;
τ' αστεία- αστεία αλλά... — шутки шутками но...;
δεν σηκώνει αστεία — с ним шутки плохи
См. также в других словарях:
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… … Dictionary of Greek
χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω … Dictionary of Greek
σκοπιμότητα — η 1. το να εξυπηρετεί κάτι κάποιο σκοπό: Δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα των πράξεών του. 2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση: Από σκοπιμότητα δεν πήρε μέρος στη συνεδρίαση. 3. το να κάνει κάποιος κάτι ή να παραλείπει κάτι προς εξυπηρέτηση κάποιου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek